μολυνσις

μολυνσις
    μόλυνσις
    -εως ἥ обмазывание грязью, пачканье Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μολυνσις" в других словарях:

  • μόλυνσις — defilement fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύνσει — μόλυνσις defilement fem nom/voc/acc dual (attic epic) μολύνσεϊ , μόλυνσις defilement fem dat sg (epic) μόλυνσις defilement fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύνσεις — μόλυνσις defilement fem nom/voc pl (attic epic) μόλυνσις defilement fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλυνσιν — μόλυνσις defilement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλυνση — η (ΑΜ μόλυνσις, Μ και μόλυσις) [μολύνω] ρύπανση, κηλίδωση, μίανση, λέρωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η απλή εναπόθεση παθογόνων μικροβίων στην επιφάνεια τού σώματος, σε τραύματα, σε αντικείμενα κοινής χρήσης ή η είσδυσή τους σε φυσικές κοιλότητες τού… …   Dictionary of Greek

  • μώλυσις — και μώλυνσις και μόλυνσις, ἡ (Α) [μωλύ(ν)ω] 1. βράσιμο σε σιγανή φωτιά, σιγανό βράσιμο 2. το να καθιστά κανείς κάτι μαλακό, μαλάκυνση 3. ταχεία αύξηση σιτηρών …   Dictionary of Greek

  • μολύνσεως — μολύνσεω̆ς , μόλυνσις defilement fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»